πλαταίνω

πλαταίνω
πλαταίνω, πλάτυνα βλ. πίν. 47

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλαταίνω — Ν βλ. πλατύνω …   Dictionary of Greek

  • πλαταίνω — πλάτυνα 1. μτβ., κάνω κάτι πλατύ, ευρύνω, πλατύνω, φαρδύνω: Πλαταίνουν το δρόμο, γιατί ήταν στενός. 2. αμτβ., είμαι ή γίνομαι πλατύς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλάτεμα — και πλάτυμα και πλάταιμα, το, Ν [πλαταίνω / πλατύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλαταίνω …   Dictionary of Greek

  • ανευρύνω — ἀνευρύνω (Α) διαστέλλω, πλαταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) + ευρύνω. ΠΑΡ. ανεύρυνση ( ις), ανεύρυσμα, ανευρυσμός] …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • γυρώ — (Α γυρῶ, όω) νεοελλ. πλαταίνω το ακέφαλο άκρο καρφιού με το σφυρί αρχ. 1. κάνω κάτι στρογγυλό 2. περικυκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γυρώ < γυρός ή < γύρος] …   Dictionary of Greek

  • διευρύνω — (AM διευρύνω) [ευρύνω] πλαταίνω, διανοίγω, επεκτείνω μσν. αναπτύσσω με λεπτομέρειες, επεξηγώ …   Dictionary of Greek

  • εμποδίζω — και μποδίζω και μποδάω (AM ἐμποδίζω, Μ και ἀμποδίζω και μποδίζω) παρεμβάλλω εμπόδιο, γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο, εναντιώνομαι σε κάτι, απαγορεύω, δυσχεραίνω, παρακωλύω («και σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται θαμά», Σοφ.) νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.)… …   Dictionary of Greek

  • επιδιιστώ — ἐπιδιιστῶ, άω (Α) διαστέλλω, πλαταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δι ιστώ (< δι ίστημι «διαιρώ, χωρίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • ευρύνω — (ΑΜ εὐρύνω) [ευρύς] καθιστώ κάτι ευρύ, πλαταίνω, φαρδαίνω αρχ. 1. αφήνω ευρύ διάστημα, πολύ χώρο 2. διαστέλλω 3. εκτείνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”